Πλούταρχος

Πλούταρχος
Πλούταρχος
fount
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλούταρχος — fount masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • πλούταρχον — πλούταρχος fount masc/fem acc sg πλούταρχος fount neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Плутарх греческий моралист — (Πλούταρχος; ок. 46 120 г. после Р. Х.) знаменитый греческий моралист, родился в богатой семье в Херонее (в Беотии), получил высшее образование в Афинах, где примкнул к академическому философу Аммонию. Ему удалось побывать и в Александрии. Он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Плутарх, греческий моралист — (Πλούταρχος; ок. 46 120 г. после Р. Х.) знаменитый греческий моралист, родился в богатой семье в Херонее (в Беотии), получил высшее образование в Афинах, где примкнул к академическому философу Аммонию. Ему удалось побывать и в Александрии. Он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πλουτάρχοιο — Πλούταρχος fount masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτάρχοιο — πλούταρχος fount masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτάρχου — Πλούταρχος fount masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτάρχου — πλούταρχος fount masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”